Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ἀνέκδοτος

См. также в других словарях:

  • ανέκδοτος — η, ο 1. αυτός που δεν εκδόθηκε, δε δημοσιεύτηκε: Πολλές σημαντικές μελέτες του ήταν ακόμη ανέκδοτες. 2. το ουδ. ως ουσ., το ανέκδοτο σύντομη αφήγηση χαρακτηριστικού επεισοδίου, συνήθως εύθυμου, που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο και διασώθηκε με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • ГРИГОРИЙ АКИНДИН — [греч. Γρηγόριος ὁ ᾿Ακίνδυνος] (ок. 1300, Прилап, совр. Прилеп, Македония 1348), иером., визант. писатель, философ, богослов, осужденный как еретик за противоборство учению свт. Григория Паламы. Мирское имя неизвестно; имя Григорий, как и… …   Православная энциклопедия

  • Αββάτιος, Ιερόθεος — (17ος αι.).Ιερωμένος λόγιος από την Κεφαλονιά. Υπήρξε ηγούμενος της Μονής Σισίων (1631 64). Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, κυρίως στις Κάτω Χώρες και στη Γενεύη. Τα έργα του είναι γραμμένα στη δημοτική γλώσσα της εποχής του. Ως έργα του αναφέρονται:… …   Dictionary of Greek

  • Χάλμπερ, Φρεντερίκο — (Halbherr, 1857 – 1930). Ιταλός αρχαιολόγος. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Από το 1885 έως το 1886 ανέλαβε μαζί με τον Φαμπρίτσιους, να κάνει ανασκαφές στην Κρήτη, όπου ανάμεσα στ’ άλλα ανακάλυψε τη μεγάλη επιγραφή της Γόρτυνας… …   Dictionary of Greek

  • Τζιλιμπάρης, Δημήτριος — Λόγιος από την Κέρκυρα. Το 1828 πήγε στην Αίγινα, όπου διορίστηκε δημόσιος υπάλληλος από τον I. Καποδίστρια. Τον Σεπτέμβριο του 1831, μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη, ο Τ. έγραψε σχετικό ποίημα. Έγραψε Οδηγόν μετανοίας, που παραμένει ανέκδοτος… …   Dictionary of Greek

  • ГЕОРГИЙ АМИРУЦИ — [греч. Γεώργιος ᾿Αμη(ι)ρούτζ(σ)ης] (ок. 1400, Трапезунд ок. 1470, К поль), визант. ученый, гос. деятель, ритор и философ. Род. в знатной семье, получил хорошее образование. Был видным чиновником на службе у трапезундских императоров и крупным… …   Православная энциклопедия

  • ανεκδοτολογία — η η αφήγηση ανεκδότων, το να λέει κανείς ανέκδοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέκδοτος + λογία < λέγω. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. (ανεκδοτολογίαι) από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Αλ. Φιλαδελφέα (ψευδώνυμο «Γορίλλας») αρχαιολόγο και ζωγράφο] …   Dictionary of Greek

  • АХИЛЛИЙ — [Греч. ̓Αχίλλιος] († ок. 330), прп. (пам. 15 мая), еп. Ларисский. Род. в благочестивой семье, в юности овладел светскими науками, в т. ч. философией. При имп. Константине I Великом за свои добродетели был поставлен епископом г. Ларисса (Фессалия …   Православная энциклопедия

  • БИБЛИЯ. IV. ПЕРЕВОДЫ — Переводы Б. На древние языки Арамейские таргумы Арамейский таргум иудейский перевод Б. (ВЗ) на арамейский язык. Существительное « » в постбиблейском евр. и арам. означает «перевод», глагол « » (арам. ) «переводить, объяснять» (единственный раз в… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»